- εανηφόρος
- ἐανηφόρος, -ον (Α)φρ. «ἐανηφόρος Ἠώς» — η Αυγή με το λεπτό, λαμπερό πέπλο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἑανηφόρος — wearing a thin robe masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)